- Φαιήν
- Φαιήfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαιήν — φαιός grey fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαίην — φημί Spir. Prooem. pres opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι … Dictionary of Greek